- συνέρχομαι
- ΝΜΑσυγκεντρώνομαι, έρχομαι μαζί με άλλους στον ίδιο χώρο για συνεργασία, σύσκεψη, τέλεση εορτής (α. «συνέρχεται η βουλή, η επιτροπή, το συμβούλιο κρίσεων κ.λπ.» β. «ἐὰν συνέλθῃ ἡ ἐκκλησία», ΚΔγ. «συνέρχεσθαι τοὺς συνέδρους», επιγρ.δ. «ἄν ἐς τὡὐτὸ συνέλθωσι κατὰ εἴλας», Ηρόδ.)νεοελλ.1. (σχετικά με νοσηρές ή δυσάρεστες καταστάσεις) ανακτώ τις αισθήσεις μου ή αναλαμβάνω τις δυνάμεις μου ή την ψυχική μου ηρεμία, αποκαθίσταμαι (α. «δεν συνήλθε ακόμη από το σοκ» β. «μετά από τέτοια συμφορά θα αργήσει να συνέλθει»)2. φρ. «δικαίωμα [ή ελευθερία] τού συνέρχεσθαι»(νομ.) το συνταγματικώς κατοχυρωμένο δικαίωμα τών ειρηνικών και άοπλων συγκεντρώσεωνμσν.1. ζω στο ίδιο οίκημα με κάποιον2. βοηθώμσν.-αρχ.1. (για τις δύο φύσεις τού Χριστού) ενώνομαι σε ένα πρόσωπο, συνυπάρχω («ἐν ἑνὶ προσώπῳ ἀμφοῑν τῶν φύσεων συνελθουσῶν», Λεοντ.)2. έχω σαρκικές σχέσεις ή συνάπτω γάμο (α. «συνελθοῡσαν εἰς ὁμιλίαν αὐτῷ λάθρα καὶ γενομένην ἔγκυον», Διόδ.β. «τὰ ἔντομα συνέρχεσθαι ὄπισθεν», Αριστοτ.γ. «τῶν νῡν συνερχομένων εἰς γάμου κοινωνίαν», Ευχολ.)αρχ.1. έρχομαι κάπου μαζί με κάποιον άλλο, συμπορεύομαι2. έρχομαι ταυτόχρονα με άλλον («ξυνήλθομεν βουκόλοι καὶ ποιμένες», Ευρ.)3. συναντιέμαι με τον εχθρό, συμπλέκομαι («ἐς τὸ πεδίον συνελθόντων», Ηρόδ.)4. (για μάχη) συνάπτομαι, διεξάγομαι («μάχη ὑπό ἀξιολογωτάτων πόλεων ξυνελθοῡσα», Θουκ.)5. συνδέομαι φιλικά («δυοῑν οἰκίαιν συνελθούσαιν εἰς ταὐτόν», Πλάτ.)6. συμφιλιώνομαι (α. «ἵνα μὴ... συνέλθοιεν αἱ πόλεις», Δημοσθ.β. «ἀδελφοὶ δὲ τοῡ κατὰ φύσιν ἐκπεσόντες οὔ τι ῥᾳδίως συνέρχονται», Πλούτ.)7. (για ποταμούς) συμβάλλω8. (για ουράνια σώματα) βρίσκομαι σε συζυγία9. (για χάσματα) κλείνομαι, συμπληρώνομαι10. (για γεγονότα) συμβαίνω ταυτόχρονα, συμπίπτω (α. «ταῡτα πάντα συνελθόντα», Ηρόδ.β. «τῆς τύχης οὕτω συνελθούσης», Πλούτ.)11. περιπίπτω, περιέρχομαι («συνελθόντες εἰς ἐσχάτην πενίαν», πάπ.).
Dictionary of Greek. 2013.